Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Να μάθω να κοιτάζω

" Κάποιος έμπορος έστειλε το γιό του να μάθει το μυστικό της ευτυχίας με το σοφότερο των ανθρώπων. Το αγόρι βάδιζε σαράντα μέρες στην έρημο, ώσπου τελικά έφτασε σ' ένα ωραίο κάστρο, στην κορυφή ενός βουνού. Εκεί κατοικούσε ο σοφός που το αγόρι αναζητούσε.
 "Αντί όμως να συναντήσει έναν άγιο άνθρωπο, ο ήρωάς μας μπήκε σε μια αίθουσα γεμάτη κίνηση. Έμποροι μπαινόβγαιναν, άνθρωποι συζητούσαν στις γωνίες, μια μικρή ορχήστρα έπαιζε απαλές μελωδίες και υπήρχε ένα πλούσιο τραπέζι στρωμένο με τα πιο νόστιμα φαγητά εκείνης της περιοχής του κόσμου. Ο σοφός συζητούσε με όλους και το αγόρι έπρεπε να περιμένει δύο ώρες ώσπου να φτάσει η σειρά του να τον δεχτεί. Ο σοφός άκουσε προσεχτικά το λόγο της επίσκεψης του αγοριού, του απάντησε όμως ότι εκείνη τη στιγμή δεν είχε καιρό να του εξηγήσει το μυστικό της ευτυχίας. Πρότεινε στο αγόρι να κάνει μια βόλτα μέσα στο παλάτι του και να ξαναγυρίσει σε δύο ώρες.
" Στο μεταξύ, θέλω να ζητήσω μια χάρη", είπε ο σοφός τελειώνοντας κι έδωσε στο αγόρι ένα μικρό κουτάλι στο οποίο έριξε δυο σταγόνες λάδι. "Καθώς περπατάς, κράτα αυτό το κουτάλι, προσέχοντας να μη χυθεί το λάδι".
Το αγόρι άρχισε ν'ανεβαίνει και να κατεβαίνει τις σκάλες του παλατιού,μην αφήνοντας το κουτάλι απ' τα μάτια του. Δυο ώρες αργότερα, παρουσιάστηκε στον σοφό.
"Λοιπόν", ρώτησε ο σοφός, "κοίταξες καθόλου τα περσικά χαλιά που έχω στην τραπεζαρία μου; Είδες τον κήπο που ο αρχικηπουρός έκανε δέκα ολόκληρα χρόνια να τον φτιάξει; Πρόσεξες τις θαυμάσιες περγαμηνές της βιβλιοθήκης μου;"
   Το αγόρι ντράπηκε και παραδέχτηκε ότι δεν είχε δει τίποτα απ' όλα αυτά. Η μόνη του φροντίδα ήταν να μή χυθούν οι σταγόνες του λαδιού που ο σοφός του είχε εμπιστευτεί.
"Πήγαινε πίσω, λοιπόν, για να γνωρίσεις τα θαύματα του κόσμου μου", είπε ο σοφός. "Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο, αν δε γνωρίζεις το σπίτι του".
   Το αγόρι, πιο ήρεμο τώρα πια, έπιασε το κουτάλι και ξεκίνησε πάλι για το γύρο του παλατιού, προσέχοντας αυτή τη φορά όλα τα έργα τέχνης που κρέμονταν απο το ταβάνι και τους τοίχους. Θαύμασε τους κήπους, τα τριγύρω βουνά, τα ευαίσθητα λουλούδια, πρόσεξε με τι γούστο κάθε έργο τέχνης ήταν τοποθετημένο στη σωστή θέση. Γυρίζοντας στον σοφό του διηγήθηκε λεπτομερειακά όσα είχε δει.
   "Πού είναι όμως οι σταγόνες λαδιού που σου είχα εμπιστευτεί;" ρώτησε ο σοφός.
"Κοιτάζοντας το κουτάλι, το αγόρι κατάλαβε ότι είχαν χυθεί.
"Να, λοιπόν, η συμβουλή που έχω να σου δώσω", είπε ο σοφότερος των σοφών. "Το μυστικό της ευτυχίας βρίσκεται στο να κοιτάζεις τα θαυματα του κόσμου, χωρίς να ξεχάσεις ποτέ τις δύο σταγόνες λαδιού στο κουτάλι".
 "Ο Αλχημιστής" Paulo Coelho

Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Ο ΠΛΟΚΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΤΑΜΙΡΑΣ (1936 – 1937)

1 Τα κούμαρα βαριά σαν βλέφαρα ηδυπαθείας, στάζουν το μέλι στη σιγή. Ο γδούπος διαρκεί, και από τα μάτια σου στο στήθος και στο στόμα μου, η έλξις απλώνει την παλίρροια.

2 Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μάς αναγγέλλει την αυγή, σφαδάζουσα στο ράμφος της πρωίας.

3 Η ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί. Τ’ άνθη μιλούν. Από τα πέταλά τους αναδύονται συχνά μικρούτσικες παιδίσκες. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος.

4 Μεταίωρη στιγμή σαν το φλουρί που μια στιγμή γυαλίζει πριν να πέση. Νόστιμον είναι πως όταν πέσει χάνεται. Μένουν όμως τα πουλιά, μένει η φωνή τους, και όπου καθήσουν, σε γυμνά κλαριά ή σε ποτήρια γιομάτα μαργαρίτες, φυτρώνει ένα πούπουλο ή ένα πτερό με ρόδινη αιχμή, καθώς σπονδή στον άνεμο.

5 Η πήξις νεφελωμάτων είναι μαστός εντός χοάνης.

6 Η σιωπή λικνίζεται στην αμμουδιά. Τα πόδια της πατούν στην κυανή, στην άνευ έρματος ακρογιαλιά θαλάσσης που καθεύδει.

7 Τα βήματά μου αντηχούν στη βελουδένια στρώσι της σκιάς μου.

8 Κρυφή μου ελπίδα στα βουνά, καλημερίζω την ηχώ σου.

9 Ω δροσερό κοράσιον που κρύβεσαι μεσ’ στα μπαμπάκια των χιονοστιβάδων! Τα κρύσταλλά τους μέλπουν όπισθέν σου, και τα ταχύσκαπτα των κουναβιών βαθαίνουν κι’ όλο πλησιάζουν το κύπελλον του φουστανιού σου. Έτσι τ’ αστέρια τανύουν τις χορδές των. Έτσι διαχέεται στο νού σου ο γαλαξίας.


10 Βάμμα νυκτός στα χείλη της, δόσις φωτός στο στήθος μου, και τα πανέρια της ανοίξεως ανοικτά, με τα χρωματιστά χαρτιά των φρούτων κυμαινόμενα.

11 Της γειτνιάσεως οι συμπληγάδες είναι μαστοί νεάνιδος που τους θωπεύει ο ποντοπόρος.

12 Ακόμη λίγη θάλασσα, ακόμη λίγο αλάτι. Έπειτα θάθελα να κυλισθώ
στην αμμουδιά μαζί σου.

13 Των αποστάσεων η έλξις προσδιορίζει κάθε βήμα. Η ταξειδιώτης ξεκουμπώνει το παλτό της. Από το στήθος της πετούν μικρά πουλιά προς την πολίχνη. Στο υψηλό βουνό τής ετοιμάζουν τον θερινό κοιτώνα και τα μαλλιά της ήδη πρασινίζουν.


14 Βαθειά πληγή. Στον λόφο του κρατήρος κραδαίνεις την ανάμνησι, και, έτσι, σιγά σαν σύθαμπο που απορροφά μια μέρα που φθίνει, δίνεις, αγαπητή και δήθεν ξεχασμένη, τον στρόβιλο της λησμονιάς στους πέντε ανέμους – γιατί πάντοτε, και όταν σβουρίζει η χλαλοή και καταβρέχεται η χλόη, ξεχνάς, και πάλι αναμιμνήσκεσαι και χωρίς καμίαν υποχρέωσι, κάποτε θλίβεσαι και κάποτε αγαλλιάς. Είσαι θαρρώ, φρεγάδα που περνά απ’ όλα τα λιμάνια, δίχως καλάθια και με ωραίες λείες κουπαστές.


15 Ένα κουμπί στο φως, μιά ταραντούλα στο σκοτάδι, κι’ ανάμεσα, μια γοερή κραυγή την ώρα που βραδυάζει.

16 Οι τοίχοι, λεν, έχουν αυτιά – μα οι ψίθυροι ζουν και πεθαίνουν και στα φύλλα.

17 Αποσκιρτώ μεσ’ στα φυλλώματα. Από μακρυά διακρίνω την ελαφρά κοιλάδα. Η μέρα αυτή είναι σαν πλημμυρίς φωτός. Στις φλέβες και στα φύλλα της ρέει το αίμα που την ζωντανεύει και απομακρύνει τις τυχάρπαστες σφενδόνες. Ο θόλος της είναι τόσο διαυγής που σπάζει η στάμνα της γειτονικής επαύλεως και σκάζουν προώρως τα ρόδια της δενδροστοιχίας. Κάθε σπειρί τους είναι μιά στιγμή που πέφτει σε πηγάδι ηδυπάθειας.

18 Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου.

19 Ενατενίζω. Μια καμπάνα τήκεται μπροστά μου.

20 Ράμφος εγώ. Εσύ, ολόκληρη μια νύχτα με αναπαλμούς και φώσφορο μεδούσης. Έπειτα αποκοιμήθηκες κι όταν πιά ξύπνησες, πάλι με κοίταξες, όπως κοιτάζει ένα παιδί μιά στήλη.

21 Η δριμύτης της ανοίξεως είναι φιλί πούχω στο στόμα.

22 Οι άνθρωποι καμιά φορά, βαπτίζουνε τα χέρια τους σε μπακιρένιες κολυμβήθρες. Σε τέτοιες στιγμές τα βρέφη αγαλλιούν και παίζουν με ψάρια κόκκινα πλευστότητος ελαφροτάτης.

23 Πράξεις των ελεφάντων. Πολύτιμα περίστροφα εξ ελεφαντοστού. Μία γυναίκα ανάμεσα σε δύο θυμωνιές μαζεύει παπαρούνες. Τέλος κάποιος τραβά μιά πιστολιά και τρέπονται εις φυγήν τα ζώα. Το ποδοβολητό τους προχωρεί σαν κύμα που περνά επάνω απ’ όλα.

24 Ό,τι σαλπίζει δεν βοά και δεν περιτυλίσσεται σα νάταν φίδι.

25 Η παρόρμησις είναι μιά συνοχή εαρινών βλυσμάτων. Μακάριοι αυτοί που πίπτουν στα νερά της. Τα στήθη της είναι τόσο ωραία που υπερνικούνε όλα τα υφάσματα. Αν η παρόρμησις υπάρχει, τίποτε δεν μπορεί να την αναχαιτίση. Η χαίτη της όταν εφορμά είναι δάσος φλεγόμενον με μύρα.

26 Η τρέλλα μοιάζει με χαρά ή με θλίψι. Όμως δεν είναι πίθος δαναϊδων αλλά ομάς νεανίδων που ορχούνται σε θέατρον του Ορχομενού. Καμιά φωνή δεν συνεκλόνισε βαθύτερα τα πλήθη. Καμιά πηγή δεν γέλασε πιο ιλαρά. Κανένα σούρουπο δεν άπλωσε μια βαθυτέρα θλίψι. Ω κόρη υστερική! Το σκίρτημά σου είναι οδός που οδηγεί στην γέφυρα της καταστάσεώς σου και η κραυγή σου οξύ χλιμίντρισμα που διαπερνά το μάτι τουρανού.

27 Το αγρόκτημα το σκέπασε η λήθη. Μέσα στις άδειες κάμαρες στάζουν οι σταλακτίται, και, στην σιγή, μετρούν τις ώρες και τα χρόνια της ανεξήγητης εγκαταλείψεως. Μπροστά στην πόρτα ένας ληστής κλαίει πικρότατα. Μέσα στα φύλλα μιάς συκιάς αλλάζει χρώμα ο χαμαιλέων.

28 Τώρα που η πόλις μετανάστεψε, καθίζει η μνήμη της πομπής και αναστενάζει εμπρός εις τους κενούς και ηλιοκαείς τροχιοδρόμους.

29 Το δράμα του παραλιακού ξενοδοχείου δεν κατεσβέσθη. Ακόμα καταποντίζεται ο λυγμός και η φαλαινίς μνήσκει λαχανιασμένη. Α, πώς κτυπούν τα κύμβαλα οι ανηλεείς σκαφανδροφόροι! Α, πώς πονούν αυτοί που σέρπουνε στην άμμο!

30 Εαρινοί καταυλισμοί ονείρων εν εγρηγόρσει – των κατευθύνσεων οι ώρες σαν σαύρες της αυγής.

31 Βρέφος εντός αβράς σιγής. Μόνον η αύρα μέλπει και η τροφός ρεμβάζουσα προσφέρει το βυζί της στο ευτυχισμένο βρέφος. Ώρα ηδονής και γάλακτος. Ώρα του γαλαξίου.

32 Κατάρτια μπηγμένα σε γηλόφους άμμου, χαρές παιδιών, χαρές ανδρών και γυναικών ενώ πλησιάζει το βαπόρι, νέφη λευκά κι ανάλαφρα στον ουρανό, χίλια αντικείμενα στιλπνά και πολυφίλητα σαν χείλη αιμάσσοντα ή δροσερά, ή σαν μαστοί εν εγρηγόρσει, κ’ αίφνης εσύ, ζεστή και δροσερή συνάμα, και ουδέποτε, μα ουδέποτε μικρόνους, παρ’ όλον ότι έχεις πόδια μικρά και μικρά χέρια. Ίσως γι’ αυτό σε αγαπώ τόσο πολύ. Ίσως γι’ αυτό σε κράζω και στον ύπνο.

33 Ο άνεμος όταν φυσά, οι καλαμιές γεμίζουν αυλητρίδες.

34 Στην βουνοκορφή δεσπόζουν τροχαλίαι. Στην πεδιάδα περιστρέφονται ελαιοτριβεία και η διαρκής παραγωγή των λατομείων, συγκρίνεται μ’ εκβραχισμούς των σχιστολίθων. Μεσ’ στο λιοπύρι περιίπτανται κορυδαλλοί και όσοι κοιτούν το χάλυβα να λυώνη, μοιάζουν με ιππείς που ξαφνικά πεζεύουν μπρος σε βρύση.

35 Μέσα στα τζένερα εμφωλεύει η σπίθα. Κρωγμοί αντηχούν κάτω απ’ τα φύλλα, και σχίζουν τον άσπιλο χασέ της νύχτας. Μα πριν ακόμη ξημερώσει, μεσουρανούν οι θρύλοι κ’ η σπίθα αποκαλύπτεται και λάμπει. Έπειτα σβήνει μονομιάς – μα ξαφνικά στην θέσι της αλέκτωρ αλαλάζει.


Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα (1934 – 1937)

Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

www.artmajeur.com/thomy5

http://www.artmajeur.com/thomy5Η προσωπική μου γκαλερί. Χαρά μου να την επισκευτείτε!!